- κάμνουσι
- κάμνωworkpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)κάμνωworkpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάμνουσ' — κάμνουσα , κάμνω work pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) κάμνουσι , κάμνω work pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κάμνουσι , κάμνω work pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κάμνουσαι , κάμνω work… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
υποχαλώ — άω, ΜΑ χαλαρώνω κάτι λίγο («τὰ νεῡρα ὑποχαλᾱται τοῑς κάμνουσι», Ευστ.) μσν. μτφ. υποχωρώ, ενδίδω αρχ. 1. παύω, σταματώ («ἕστηκε δὲ ἀνὴρ αὐλῶν τεχνίτης, καὶ ὃς ὅτι μάλιστα πειρᾱται τοῡ μέλους ὑποχαλᾱν», Αιλ.) 2. (αμτβ.) χαλαρώνω λίγο («κεραία μὴ… … Dictionary of Greek
Μπαλάνος, Κοσμάς — (Ιωάννινα 1731 – 1808). Λόγιος κληρικός και δάσκαλος. Γιος του Βασιλόπουλου Μπαλάνου (βλ. λ. Βασιλόπουλος, Μπαλάνος), ο Μ. διδάχτηκε τα κοινά και τα εγκύκλια γράμματα από τον ίδιο τον πατέρα του. Σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος σε κωμοπόλεις της… … Dictionary of Greek